- τρομάρα
- ητρόμος, ξαφνικός φόβος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τρομάρα — η, Ν 1. ζωηρός και αιφνίδιος φόβος, τρόμος («ανήσυχου ονείρου τρομάρα», Σολωμ.) 2. φρ. α) «τρομάρα σου!» (ειρωνικά) δυστυχία σου! β) «τρομάρα στα μπατζάκια σου!» σκωπτική φράση για δειλό και φοβισμένο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρόμος + μεγεθ. κατάλ. άρα… … Dictionary of Greek
-άρα — μεγεθυντική κατάληξη θηλ. ουσιαστικών της Νέας Ελληνικής, που συνδέεται ετυμολογικά με την υποκοριστική κατάλ. άρι* των ουδ. ουσιαστ. Ειδικότερα, από ονόματα θηλυκά σε άρα της Αρχ. Ελληνικής, π.χ. καμάρα, κινάρα, εσχάρα, σχηματίστηκαν… … Dictionary of Greek
-μάρα — παραγωγική κατάληξη τής Νέας Ελληνικής, με την οποία σχηματίζονται (συνήθως από επίθετα) αφηρημένα θηλυκά ουσιαστικά που δηλώνουν πάθος, ελάττωμα ή κάποια χαρακτηριστική ιδιότητα. Η κατάληξη αυτή αποσπάστηκε από ουσιαστικά σε μός (πρβλ. βαρεμός… … Dictionary of Greek
αλάφιασμα — το [αλαφιάζω] ξάφνιασμα, ταραχή, τρομάρα … Dictionary of Greek
εντρομή — ἐντρομή, η (Α) φόβος, τρόμος, τρομάρα … Dictionary of Greek
θαυμασμός — και θαμασμός, ο (AM θαυμασμός, Μ και θαμαγμός) [θαυμάζω] το να θαυμάζει κάποιος κάτι ή κάποιον, βαθιά εκτίμηση, σεβασμός νεοελλ. έκπληξη, κατάπληξη, ξάφνιασμα για κάτι εξαιρετικό και υπέροχο ή για κάτι παράδοξο και ανεξήγητο μσν. τρομάρα, λαχτάρα … Dictionary of Greek
κατασκέπαση — η [κατασκεπάζω] στενοχώρια, σκοτούρα («μεγάλη κατασκέπαση τόν ήβρε και τρομάρα») … Dictionary of Greek
κρατώ — άω και έω (AM κρατῶ, έω, Α αιολ. τ. κρετέω) 1. βαστώ, πιάνω ή έχω κάτι στα χέρια μου (α. «μέ κράτησε από το χέρι και προχωρήσαμε» β. «πρόσεξέ τον, γιατί κρατάει περίστροφο» γ. «εἰσελθὼν ἐκράτησε τῆς χειρὸς αὐτῆς», ΚΔ δ. «τῇ δεξιᾷ λαμβάνειν τοῡ… … Dictionary of Greek
κυβερνώ — (AM κυβερνῶ, άω) 1. διοικώ το κράτος, διευθύνω πολιτεία ή ομάδα ανθρώπων (α. «κυβέρνησε δημοκρατικά επί οχτώ χρόνια» β. «τής πόλεως πάντα κυβερνώσα», Πλάτ. γ. «πάντα γὰρ τά τ οὖν πάρος τά τ εἰσέπειτα σῇ κυβερνῶμαι χερί», Σοφ.) 2. (συν. σχετικά με … Dictionary of Greek
λαχτάρα — η (Μ λακτάρα) νεοελλ. 1. ζωηρή επιθυμία, διακαής πόθος («είχα λαχτάρα να τόν δω») 2. χτύπος τής καρδιάς, χτυποκάρδι που προέρχεται από αδημονία, αγωνία («με λαχτάρα περίμενε τόσα χρόνια νέα από το παιδί της») 3. μεγάλος φόβος, τρομάρα, τρεμούλα,… … Dictionary of Greek